- Ουάιτ
- I
(White). Βλ. λ. Γουάιτ.II(Wight). Νησί στην νοτιοκεντρική ακτή της Αγγλίας. Βλ. λ. Γουίτ, νήσος του-.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Χουκ, Ρόμπερτ — (Hooke, Νήσος του Ουάιτ 1635 – Λονδίνο 1703). Άγγλος επιστήμονας. Σπούδασε στην Οξφόρδη όπου έγινε βοηθός του Μπόιλ. Εργάστηκε ως ερευνητής στη Βασιλική Εταιρεία και ονομάστηκε γραμματέας της. Τέλος, του ανέθεσαν την έδρα της γεωμετρίας στο… … Dictionary of Greek